πεδίο βολής

πεδίο βολής
cтрелиште

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • πολύγωνος — η, ο / πολύγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές γωνίες («πολύγωνα σχήματα», Πλουτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύγωνο μαθ. ονομασία κάθε σχήματος που περατώνεται σε κλειστή τεθλασμένη γραμμή νεοελλ. φρ. α) «επίπεδο πολύγωνο» πολύγωνο που… …   Dictionary of Greek

  • σκοποβολείο — το, Ν ναυτ. περιοχή όπου εκτελούνται ασκήσεις βολής, πεδίο βολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοπός (II) + βολείο (< βόλος < βάλλω). Η λ., στον λόγιο τ. σκοποβολεῖον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • Κίρουνα — (Kiruna). Πόλη (18.900 κάτ. το 2003) της Σουηδίας στην κομητεία Νορμπότεν (120.800 τ. χλμ., 254.042 κάτ.) η οποία συνορεύει με τη Νορβηγία. Είναι η βορειότερη πόλη της χώρας. Αποτελεί το μεγαλύτερο κέντρο εξόρυξης σιδηρομεταλλεύματος της δυτικής… …   Dictionary of Greek

  • καταιγισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο σχηματίζεται μεγάλος αριθμός ιονιζόντων σωματιδίων από τη σύγκρουση σωματιδίων υψηλής ενέργειας με την ύλη. Τα σωματίδια υψηλής ενέργειας, κατά τη σύγκρουσή τους με τα άτομα ενός αερίου για παράδειγμα, απομακρύνουν… …   Dictionary of Greek

  • κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”